- ψυχοπονώ
- ψυχοπονῶ, -έω, ΝΜ, και ψυχοπονάω, μέσ. και ψυχοπονιέμαι, Ν(ενεργ. και μέσ.) συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, τόν συμπονώμσν.αισθάνομαι ψυχικό πόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -πονῶ (< -πόνος < πόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοπονώ — και ψυχοπονάω ψυχοπόνεσα, συμπονώ, συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, ευσπλαχνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek